- ξιδάτος
- -η, -ο1. αυτός που γίνεται ή διατηρείται με ξίδι: Ελιές ξιδάτες.2. φρ., «Διάβολος ξιδάτος», άνθρωπος πονηρός κι έξυπνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξιδάτος — η, ο [ξίδι] 1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες») 2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος … Dictionary of Greek
ξειδάτος — –η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος … Dictionary of Greek
ξιδερός — ή, ό [ξίδι] 1. ξιδάτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξιδερό δοχείο ξιδιού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξιδερά λαχανικά που έχουν διατηρηθεί αρκετό καιρό μέσα σε ξίδι … Dictionary of Greek
ξυδάτος — η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος … Dictionary of Greek
οξωτός — ὀξωτός, ή, όν (Α) [όξος] (για φαγητά) ξιδάτος … Dictionary of Greek